- γάζωμα
- το [γαζώνω]1. το γαζί2. η πράξη του γαζώματος, το να γαζώνει κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάζωμα — γάζωμα, το και γαζί, το 1. το να γαζώνει κανείς κάτι: Έδωσα στη μοδίστρα τα ρούχα για γάζωμα. 2. μτφ., το πείραγμα, το δούλεμα που δε γίνεται εύκολα αντιληπτό: Είναι άνθρωπος για γάζωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορδέλιασμα — το [κορδελιάζω] 1. ράψιμο κορδέλας, ρελιού στην άκρη υφάσματος ή δέρματος 2. γάζωμα με τη μηχανή τών δερμάτινων τεμαχίων τού υποδήματος … Dictionary of Greek
κορδέλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κορδελιάζω, γάζωμα με τη μηχανή των δερμάτινων τεμαχίων του υποδήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)